εξελευθερικος

εξελευθερικος
    ἐξελευθερικός
    ἐξ-ελευθερικός
    I
    3
    вольноотпущеннический
    

(νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.)

    II
    ὅ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εξελευθερικος" в других словарях:

  • εξελευθερικός — ἐξελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί») …   Dictionary of Greek

  • ἐξελευθερικοῖς — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελευθερικοί — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελευθερικοῦ — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελευθερικούς — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελευθερικόν — ἐξελευθερικός of the class of freeamen masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»